πυρρόχρους

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρόχρους Medium diacritics: πυρρόχρους Low diacritics: πυρρόχρους Capitals: ΠΥΡΡΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: pyrróchrous Transliteration B: pyrrochrous Transliteration C: pyrrochrous Beta Code: purro/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πυρρόχροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. πυρρόχροος.

Greek Monolingual

-ουν, και πυρρόχροος, -η, -ο / πυρρόχροος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -χροος / -χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδόχρους].