πωροκήλη
English (LSJ)
ἡ, hard tumour of the testicle, Id.19.448, Poll. 4.203, Paul.Aeg.6.63.
German (Pape)
[Seite 828] ἡ, Hodenverhärtung, Medic.; vgl. Poll. 4, 203.
Greek (Liddell-Scott)
πωροκήλη: ἡ, (πῶρος) «πώρωμα πρὸς τὸ ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος» (Πολυδ. Δ΄, 203), Γαλην. τ. 2, σ. 275, 396.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
σκληρός όγκος στους όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κήλη.