πωρόμφαλον

English (LSJ)

τό, stony concretion in the navel cavity, Gal.19.445.

German (Pape)

[Seite 828] τό, Nabelverhärtung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πωρόμφᾰλον: τό, «πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλην. τ. 2, σ. 274.

Greek Monolingual

τὸ, Α
σκλήρυνση του ομφαλού («πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ὀμφαλός.