πᾶσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (πάομαι) acquisition, possession, Hsch.; cj. in B.9.42; μοιριδία π. prob. for πρᾶσις in Philic. in Stud.Ital.9.44.

German (Pape)

[Seite 531] ἡ, Erwerb, Besitz, κτῆσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾶσις: ἡ, (*πάομαι) «κτῆσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κτήση, απόκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ- του άχρηστου ενεστ. πάομαι «είμαι κύριος, αποκτώ» + κατάλ. -σις].