πῆλυξ

English (LSJ)

= ῥαγάς, rent, cleft, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 610] = ῥαγάς, Riß, Spalt, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πῆλυξ: ῥαγάς, ῥῆγμα, ῥωγμή, σχισμάς, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ρωγμή, σχισμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σπῆλυγξ (βλ. λ. σπήλαιο)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: ῥαγάς Η.
Other forms: σπῆλυγξ -υγγος and -υγκος, *σπῆλυξ s. bel.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. σπῆλυγξ, -υγγος beside σπῆλυγξ *-υγκος in Lat. spelunca and *σπῆλυξ in Rom. speluca (REW 8140), and σπήλαιον, Furnée 123, 280.