ράτσα

Greek Monolingual

η, Ν
1. φυλή, γενιά, γένος («κρατάει από μεγάλη ράτσα»)
2. εκλεκτή γενιάσκυλί ράτσας»)
3. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος, κατεργάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. razza].