η, Ν1. φυλή, γενιά, γένος («κρατάει από μεγάλη ράτσα»)2. εκλεκτή γενιά («σκυλί ράτσας»)3. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος, κατεργάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. razza].