ρήγλα
Greek Monolingual
η / ῥήγλα, ΝΜΑ, και ρίγλα Ν
1. ράβδος με την οποία ισιώνουν την επιφάνεια τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών
2. χάρακας, κανόνας
νεοελλ.
η ρίγα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥήγλαι
σίδηρα ὡς ῥάβδοι»
2. ο έστωρ (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regula «κανόνας, χάρακας» (πρβλ. ρήγα / ρίγα)].
Greek (Liddell-Scott)
ῥῆγλα: ας, ἡ, = ῥόχανον, (Λατ. regula), κοινῶς ῥῆγλα, δι’ ἧς ὁμαλίζουσι, «κόπτουσι» τὸν διὰ κοιλοῦ μετρούμενον σῖτον, «ῥῆγλαι· σίδηρα ὡς ῥάβδοι» Ἡσύχ. 2) = ἔστωρ, Διοκλητ. Ἀποσπ. ὑπὸ Mommsen (Lipsiae 1851) 15, 13.