χάρακας
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
ο / χάραξ, -ακος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χάραξ Ν, και ως θηλ. χάραξ, -ακος, ἡ, Α
νεοελλ.
1. τετραγωνικός ή κυλινδρικός κανόνας για τη χάραξη ευθειών γραμμών, ρίγα
2. φύλλο χαρτιού με παράλληλες γραμμές έντονου χρώματος, το οποίο τοποθετείται κάτω από λευκά φύλλα για ευθυγράμμιση της γραφής
3. (στον λόγιο τ.) γένος θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, στο οποίο ανήκει και η κοινώς γνωστή χαρακίδα
μσν.-αρχ.
1. διχαλωτό ραβδί για τη στήριξη του αμπελιού
2. τόπος περιφραγμένος με πασσάλους για οχύρωσή του
3. περίφραγμα, οχυρωματικός φράχτης από αιχμηρούς πασσάλους
4. μικρό κλαδί, κομμένο κυρίως από δένδρο ελιάς
αρχ.
1. πάσσαλος για την οχύρωση στρατοπέδου
2. είδος επιδέσμου
3. είδος δηλητηρίου
4. (με περιλπτ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ακανθώδη φυτά
5. ζωολ. α) είδος ψαριού της οικογένειας σπαρίδες
β) είδος ψαριού που ζει στην Ερυθρά Θάλασσα
6. παροιμ. «ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον» — λεγόταν γι' αυτούς που έδειχναν εμπιστοσύνη σε κάτι το επισφαλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χαράσσω.