κανόνας
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
Greek Monolingual
ο (AM κανών)
1. όργανο με το οποίο ελέγχεται η ευθυγραμμία μιας επιφάνειας ή γραμμής και το οποίο χρησιμοποιείται για χάραξη ευθειών, χάρακας, ρίγα
2. καθετί που χρησιμεύει ως πρότυπο, ως υπόδειγμα, ως κριτήριο ως μέτρο άλλων πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων («κανόνα πίστεως... ἀνέδειξέ σε... ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια», Μηναία)
3. γενικός νόμος, αρχή που πρέπει να τηρείται στις επιμέρους περιπτώσεις («γραμματικοί κανόνες»)
4. κάνονας
5. φρ. εκκλ. α) «κανών Αγίας Γραφής» — το σύνολο όλων των ιερών βιβλίων που περιέχονται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη
β) «ιεροί κανόνες» — οι νόμοι που έχουν θεσπιστεί από την Εκκλησία και από τους οποίους διέπεται αυτή, σε αντιδιαστολή με τους νόμους που έχουν θεσπιστεί από την πολιτεία
γ) «κανόνες αποστολικοί» — ψευδεπίγραφη συλλογή ογδόντα πέντε εκκλησιαστικών νόμων
δ) «κανών πίστεως» — οι κεφαλαιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής θρησκείας
νεοελλ.
1. μουσ. σύνθεση της οποίας το μέλος επαναλαμβάνεται περιοδικά από κάθε φωνή
2. φρ. α) (οικον.) i) «κανόνας νομισματικός» — η καθορισμένη βάση του νομισματικού συστήματος μιας χώρας
ii) «χρυσός κανόνας» — νομισματικό σύστημα κατά το οποίο κάθε νόμισμα που κυκλοφορεί είναι ίσο κατ' αξία προς ορισμένο βάρος χρυσού
β) «κατά κανόνα»
i) κατ' αρχήν
ii) συνήθως, κυρίως
γ) «έκανε τον κανόνα του» — βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε
3. παροιμ. «δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαίρεση» — τίποτε δεν ισχύει απόλυτα
νεοελλ.-μσν.
σύστημα τροπαρίων που περιλαμβάνει εννέα ωδές
μσν.
1. ύμνος, ψαλμός
2. υπόδειγμα ορθότητας
3. (για μονές) το τυπικό
4. εκκλ. α) ειδικές ρυθμιστικές διατάξεις
β) ακολουθία
γ) ο ιερατικός κατάλογος
5. φρ. α) «κανὼν ὁ ἑωθινός» — η ακολουθία του όρθρου
β) «ὁ ἐπὶ τοῦ κανόνος» — ο χοράρχης, ο επικεφαλής του χορού των ψαλτών
γ) «μάστορος τοῦ κανόνος» — μοναχός ηγούμενος
μσν.-αρχ.
καθορισμός του φορολογικού ποσοστού, φορολογία, φόρος
αρχ.
1. κάθε ευθεία ράβδος που χρησιμεύει στο να τηρείται κάτι σε ευθεία γραμμή
2. (ειδ.) καθεμιά από τις δύο ξύλινες ράβδους που εκτείνονταν εγκάρσια κατά το κοίλο της ασπίδας και διά μέσου των οποίων περνούσε ο πήχυς του χεριού του πολεμιστή
3. τμήμα του υφαντικού ιστού, πιθ. το ένα από τα δύο αντιά του αργαλειού, γύρω από τα οποία τυλιγόταν το ύφασμα
4. αρχιτ. α) γνώμονας με τον οποίο οι οικοδόμοι έλεγχαν την ευθυγραμμία των επιφανειών, είδος στάθμης
β) (στον δωρ. ρυθμό) κάθε μικρός πήχυς που βρίσκεται κάτω από κάθε τρίγλυφο και φέρει έξι αποφύσεις, τις σταγόνες
5. η φάλαγγα του ζυγού
6. ράβδος αυλαίας ή παραπετάσματος, κουρτίνας
7. ράβδος κλουβιού
8. μουσ. α) το διάξυλο της κιθάρας
β) το μονόχορδο
9. (για τέχνη ή φιλολ.) τέλειο υπόδειγμα, πρότυπο («κανὼν τοῦ Πολυκλείτου»)
10. στον πληθ. οἱ κανόνες
α) αστρον. πίνακες χρονολογιών
β) (στους Αλεξανδρινούς γραμμ.) συλλογές κειμένων των αρχαίων κλασικών ως υποδειγμάτων δόκιμης συγγραφής
γ) εκκλ. τα αναγνωρισμένα ως θεόπνευστα βιβλία των Γραφών, αλλ. κανονικά βιβλία
11. σύστημα χρονολογιών
12. αστρολογικός πίνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + κατάλ. -ών, πρβλ. χειμών, χιτών (με απλοποίηση του διπλού -νν-). Η αρχική σημ. ήταν «καλάμινη ράβδος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κάθε είδους ράβδους και εξαρτήματα τεκτονικών κατασκευών και στη συνέχεια όργανα μετρήσεως και χαράξεως ευθειών. Από τη χρήση αυτή προέκυψε και η μεταφορική της σημασία «πρότυπο, νόμος». Τέλος επειδή η παράβαση ορισμένων εκκλησιαστικών κανόνων συνεπαγόταν επιτίμιο, η λ. κανόνας πήρε και τη σημασία «επιτίμιο».
ΠΑΡ. κανόνι(ον) (II), κανονίζω, κανονικός
αρχ.
κανονάριον, κανονίας, κανονίς
αρχ.-μσν.
κανονωτός.
ΣΥΝΘ. κανονάρχης, κανονογραφία
αρχ.
κανονοποιία μσν.-νεοελλ. κανοναρχώ
νεοελλ.
κανοναρχίζω, κανονάρχισμα, κανονογράφος].