ρήμων

Greek Monolingual

-ονος, ό, Α
ο ρήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Fρη- του ρ. λέγω, πρβλ. ῥῆσις, ῥητός + κατάλ. -μων (πρβλ. ελεήμων)].