Ν, και μόνον το μέσ. ῥαβδοῦμαι, -όομαι Α
μέσ. ραβδώνομαι και ῥαβδοῦμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι ραβδωτός, έχω ραβδώσεις
νεοελλ.
(το ενεργ.) ενεργώ έτσι ώστε να σχηματιστούν ραβδώσεις, αυλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος. Ο τ. ραβδόω, -ῶ μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].