η / ῥαγή, ΝΑρήγμα, σχισμάδανεοελλ.ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ή (πρβλ. πληγή)].