ρακένδυτος
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥακένδυτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φορά κουρέλια, κουρελιάρης, ρακενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. χαλκένδυτος)].
-η, -ο / ῥακένδυτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φορά κουρέλια, κουρελιάρης, ρακενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. χαλκένδυτος)].