ὁ, θηλ. ῥαχῑτις, -ίτιδος, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη («ὁ ῥαχίτης μυελός», Αριστοτ.)2. το θηλ. ῥαχῖτιςβλ. ραχίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. -ίτης (πρβλ. νεφρίτης)].