Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η / ῥεύσις, -εως, ΝΜΑ1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρέω2. (ιδίως για σωματικά υγρά) ροή, εκροή3. ονείρωξη·[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του ῥύσις (< ῥέω) σχηματισμένος κατ' επίδραση του φωνηεντισμού της λ. ῥεῦμα.