Αεπίρρ.1. ριζηδόν2. μτφ. εντελώς, ολοσχερώς («ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἄπαν ἐκκεκομμένον», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πατρόθεν)].