ριζηδόν

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

ῥιζηδὸν ΝΑ
επίρρ. νεοελλ. από τη ρίζα, σύρριζα
αρχ.
όπως οι ρίζες («ῥιζηδὸν πλεκόμενοι», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].