ῥιζόθεν

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζόθεν Medium diacritics: ῥιζόθεν Low diacritics: ριζόθεν Capitals: ΡΙΖΟΘΕΝ
Transliteration A: rhizóthen Transliteration B: rhizothen Transliteration C: rizothen Beta Code: r(izo/qen

English (LSJ)

Adv. = ῥίζηθεν, by the roots, from the roots, Nic. Al. 257, Th. 307, Luc. Tyr. 13, QS. 6.381; ᾧ τὸ δίκαιον στήρικτο ἐγ γνώμῃ ῥιζόθεν ἐκ φύσεως = in whom justice stayed steady in his mind introduced by nature Supp.Epigr. 2.482 (Kertch); — also ῥιζόθι, Nic. Fr. 27.

German (Pape)

[Seite 842] adv., = ῥίζηθεν; Nic. Al. 257 Th. 307; auch in Prosa, ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἅπαν ἐκκεκομμένον, Luc. Tyrannicid. 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
depuis la racine.
Étymologie: ῥίζα, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζόθεν: adv. с корнем (ἐκκόπτειν τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόθεν: Ἐπίρρ. = ῥίζηθεν, ἐκ τῆς ῥίζης, ἀπὸ τῆς ῥίζης, Νικ. Ἀλεξιφ. 257, Θηρ. 307, Λουκ. Τύρανν. 13· - ὡσαύτως ῥιζόθι, Νικ. Ἀποσπ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. ἐν Θηρ. 462.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. ριζηδόν
2. μτφ. εντελώς, ολοσχερώς («ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἄπαν ἐκκεκομμένον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πατρόθεν)].

Greek Monotonic

ῥιζόθεν: (ῥίζα), επίρρ., από τη ρίζα, σύρριζα, μαζί με τη ρίζα, σε Λουκ.

Middle Liddell

ῥίζα
by, from the roots, Luc.