ριξιά

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή («τον πέτυχε με την πρώτη ριξιά»)
2. η ποσότητα γόμωσης πυροβόλου όπλου («μια ριξιά μπαρούτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ- του αορ. έ-ριξ-α του ρίχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησιά)].