ροιβδηδόν

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ῥοιζηδόν, με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖβδος «σφοδρός ήχος» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].