ροχαλητό

Greek Monolingual

και ρουχαλητό, το, Ν
θορυβώδης αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ροχαλίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. μουγκρητό)].