ρούφουλας

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ανεμοστρόβιλος, δίνη ανέμου
2. δίνη νερού, ρουφήχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ + επιτατική κατάλ. -ουλας (πρβλ. δράκουλας)].