ρουφήχτρα
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
η, Ν
1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας
2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα -τρα (πρβλ. τσούχτρα)].