ῥυπαίνω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι ρυπαρό, βρόμικο, το λερώνω
2. μτφ. προσάπτω όνειδος, κηλιδώνω, σπιλώνω
νεοελλ.
μολύνω («οι βιομηχανίες και τα αυτοκίνητα ρυπαίνουν το περιβάλλον»)
αρχ.
1. ασχημίζω
2. μτφ. μολύνω με μεταδοτική νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].