η / ῥυπαρότης, -ητος, ΝΑ ῥυπαρός
νεοελλ.
1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο
2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες»)
3. μτφ. η ιδιότητα του ανήθικου, φαυλότητα
αρχ.
αγένεια ή δουλοπρέπεια.