άσεμνος

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσεμνος, -ον)
αυτός που δεν είναι σεμνός, ο απρεπής, ο πρόστυχος
αρχ.
ο ανάξιος σεβασμού.