άσεμνος

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσεμνος, -ον)
αυτός που δεν είναι σεμνός, ο απρεπής, ο πρόστυχος
αρχ.
ο ανάξιος σεβασμού.