ρυσίβωμος
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- του ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμόβωμος)].
-ον, Α
αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- του ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμόβωμος)].