ρωγάς

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεδιάς)].