ρώθωνας
Greek Monolingual
ο / ῥώθων, -ωνος, ΝΜΑ
το ρουθούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που έχει σχηματιστεί με επίθημα -ων, το οποίο εμφανίζουν συνήθως οι λ. που αναφέρονται σε μέρη του σώματος (πρβλ. γνάθων, πώγων). Κατά μία άποψη, η λ. με πιθ. σημ. της καθημερινής γλώσσας «αυτός που φυσά τη μύτη του, αυτός που ροχαλίζει» ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sredh- «βομβώ, βοώ, κοχλάζω» (πρβλ. ῥόθος «βοή, βόμβος»)].