σάβανο

Greek Monolingual

το / σάβανον, ΝΜΑ
νεοελλ.
άσπρο σεντόνι με το οποίο καλύπτεται κατάσαρκα το σώμα νεκρού
μσν.-αρχ.
τεμάχιο λινού υφάσματος το οποίο χρησίμευε για σκούπισμα του σώματος ή του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης, την οποία δανείστηκε από την Ελληνική η Λατινική (πρβλ. λατ. sabanum) και, στη συνέχεια, η Γερμανική (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. saban) και η Σλαβική (πρβλ. αρχ. σλαβ. savan). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, προσκρούει στα ιστορικά δεδομένα, η λ. σάβανον είναι σημιτικής προέλευσης (πρβλ. αραβ. sabanijjat) και χρησιμοποιήθηκε για το ύφασμα που κατασκευαζόταν στην περιοχή Σαβάν, κοντά στη Βαγδάτη].