Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σάλαγος
Greek Monolingual
ο, Ν σαλαγώ 1.θόρυβος, βοή πλήθους ανθρώπων ή αγέλης ζώων που βρίσκονται σε κίνηση («σκώνοντ' άλλα με σάλαγο απάνου», Κρυστ.) 2. η κραυγή του βοσκού προς τα βοσκήματα για σταμάτημα ή για αλλαγή κατεύθυνσης.