σάμβυξ
English (LSJ)
ὁ, = σαμβύκη, Plb.5.37.10, as cited by Suid.
German (Pape)
[Seite 860] υκος, ἡ, = σαμβύκη 2, Pol. 8, 6, 2, Plut. – Eine, welche die Sambyke spielt, κιναίδους ἄγειν καὶ σάμβυκας Pol. 5, 37, 10, auch 8, 8, 6, mit Anspielung auf die σαμβύκη 2.
Greek (Liddell-Scott)
σάμβυξ: ἡ, λέξις ἡμαρτημένως μνημονευομένη ὑπὸ Σουΐδ. ἐκ τοῦ Πολυβ. 5. 37, 19.
Greek Monolingual
-υκος, ὁ, Α
πιθ. η σαμβύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σαμβύκη κατά τα αθέματα ουσ.].