σέλα

Greek Monolingual

η / σέλλα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σέλλα Ν
ειδικό κάθισμα για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην ράχη του υποζυγίου και, ιδίως, του αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην σέλλα σάζουν το κορμί, στην χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. το κάθισμα του οδηγού ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας
2. το χαμηλότερο σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα, διάσελο
3. μέρος του σώματος σφαγίου που εκτείνεται από την πρώτη πλευρά μέχρι τον μηρό
4. (παλαιότ.) πλατύ και ανοιχτό κάθισμα κυκλικού σχήματος, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν την ετοιμόγενη γυναίκα
μσν.-αρχ.
δίφρος, κάθισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sella (< sedeo «κάθομαι»)].

Russian (Dvoretsky)

σέλᾱ: τά Anth. pl. к σέλας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέλα n. plur. van σέλας.