χέρα

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek Monolingual

η, Ν
1. μεγάλο και δυνατό χέρι
2. (διαλ. τ.) χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α: κεφάλι). Ο τ. χέρα χρησιμοποιείται, ωστόσο, σε ορισμένες διαλέκτους (όπως λ.χ. στην κρητική) χωρίς μεγεθ. σημ. αντί του τ. χέρι].