χέρα

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. μεγάλο και δυνατό χέρι
2. (διαλ. τ.) χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α: κεφάλι). Ο τ. χέρα χρησιμοποιείται, ωστόσο, σε ορισμένες διαλέκτους (όπως λ.χ. στην κρητική) χωρίς μεγεθ. σημ. αντί του τ. χέρι].