ο, Νεπίμορτος καλλιεργητής, αυτός που καλλιεργεί ξένα κτήματα ή εκτρέφει ξένα ζώα με σύμβαση που του εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, κολήγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. sebrŭ].