σέμπρος

Greek Monolingual

ο, Ν
επίμορτος καλλιεργητής, αυτός που καλλιεργεί ξένα κτήματα ή εκτρέφει ξένα ζώα με σύμβαση που του εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, κολήγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. sebrŭ].