επίμορτος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίμορτος, -ον)
1. περιοχή που καλλιεργείται με τον όρο να παίρνει ο καλλιεργητής προσυμφωνημένο μέρος της σοδειάς
2. ως ουσ. ο καλλιεργητής που αναλαμβάνει να εργαστεί σε ξένη περιουσία και να πάρει μέρος της παραγωγής, ο κολλήγος, ο σέμπρος.