σίαλο
Greek Monolingual
και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ
το σάλιο
αρχ.
ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι- του αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ
πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα -αλον (πρβλ. πέταλον, πτύαλον). Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που συνδέεται πιθ. με το ρ. πτύω. Αντίθετα, η σύνδεση της λ. με το αρχ. ινδ. ksĩvati «φτύνω» δεν θεωρείται πιθανή].