σίττυβα
Greek Monolingual
και σιττύβη, ἡ, Α
1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα»
2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι
(κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαί
τὰ μικρὰ ἱμαντάρια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει διπλό σύμφωνο (-ττ-) και επίθημα -βος, τα οποία απαντούν και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον νεοελλ. διαλεκτικό τ. σίτα / σίττα, που χρησιμοποιείται για την ονομασία της κατσίκας, ενώ, κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης].