σίττα
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
a cry of drovers to urge on or guide their flocks (Hsch.), st! σίττα, νέμεσθε Theoc.8.69; σίτθ', ὁ λέπαργος Id.4.45; when ἀπό follows, to drive them off, οὐκ ἀπὸ τᾶς κράνας σίττ', ἀμνίδες; Id.5.3; σίττ' ἀπὸ τᾶς κοτίνω ib.100; when πρός follows, to lead them on, σίτθ', ἁ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον Id.4.46: cf. ψίττα, ψύττα.
German (Pape)
[Seite 886] auch σίττε, Zuruf der Hirten, bes. der Schäfer, an die Heerde oder einzelne Stücke derselden, entweder im Allgemeinen aufmunternd, he! heda! Theocr. 8, 69, oder scheuchend, hsch! worauf ἀπό folgt. 5. 3.100, oder lockend. bsch l worauf πρός c. accus. folgt, 4, 46, auch ψίττα und ψύττα. – Stolberg fand auf seiner Reise den Hirtenruf Sitta! in Unteritalien noch üblich. – Es hängt gewiß mit οίζω zusammen.
French (Bailly abrégé)
interj.
pst ! signal du berger à son troupeau pour le faire avancer.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίττᾰ, onomat. uitroep, kst! pst!
Russian (Dvoretsky)
σίττα: interj. (возглас пастухов) приблиз. эй!, ну же!, давай! Theocr.
Greek Monolingual
(I)
και ψίττα και ψύττα Α
επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ', ἀμνίδες», Θεόκρ.
β. «σίτθ', ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.].
(II)
και λόγιος τ. σίττη, η, Ν
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών, γνωστών με την κοινή ονομασία τσοπανάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitta < νεολατ. sitta < σίττη].
(III)
η, Ν
(διαλ. τ.) βλ. σίτα (II).
Greek Monotonic
σίττᾰ: επιφών. βοσκών προς τα κοπάδια τους όταν ακολουθεί το ἀπό, λέγεται για να τα απομακρύνει, στ! τσιτ!· όταν ακολουθεί το πρός, λέγεται για να τα οδηγήσει σε κάποιον τόπο, εμπρός!, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
σίττᾰ: ἐπιφώνημα τῶν βοσκῶν, δι’ οὗ παρεκίνουν τὰ ποίμνια αὐτῶν εἰς βοσκὴν (Ἡσύχ.), στ! σίττα, νέμεθσε νέμεσθε Θεόκρ. 8. 69˙ σίτθ’, ὁ λεπαργὸς ὁ αὐτ. 4. 45˙- μετὰ τῆς ἀπὸ ἐλέγετο πρὸς ἀποδίωξιν αὐτῶν: οὐκ ἀπὸ τᾶς κράνας σίττ’, ἀμνίδες; ὁ αὐτ. 5. 3˙ σίττ’ ἀπὸ τᾶς κοτίνω αὐτόθι 100˙ μετὰ δὲ τῆς πρὸς ὅπως ὁδηγήσωσιν αὐτὰ πρός τι, σίτθ’, ἁ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον ὁ αὐτ. 4. 46˙ ὡσαύτως ψίττα, ψύττα. - Τὸ ἐπιφώνημα τοῦτο εἶναι ἔτι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ποιμέσι τῆς κάτω Ἰταλίας κατὰ τὸν Stollberg (καὶ ἐν Θεσσαλικοῖς Ἀγράφοις).
Frisk Etymological English
Grammatical information: interj.
Meaning: cry of the herdsmen (Theoc.).
Other forms: also ψίττα (sch.); similar ψύττα (E. Cyc. 49, Luc., AP); φιττα (Poll. 9, 122 and 127) cf. Furnée 329.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Elementary interjection, s. Schwyzer KZ 58, 170ff., Kretschmer Glotta 21, 172.
Middle Liddell
a cry of drovers to their flocks; when ἀπό follows, to call them off; sht! chit! when πρός, to lead them on, Theocr.
Frisk Etymology German
σίττα: {sítta}
Forms: auch ψίττα (Sch.); ähnlich ψύττα (E. Kyk. 49, Luk., AP).
Meaning: Zuruf der Hirten (Theok.),
Etymology: Elementare Interjektion, s. Schwyzer KZ 58, 170ff., Kretschmer Glotta 21, 172.
Page 2,712