σαγόνι

Greek Monolingual

το, Ν
η σιαγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγόνι-ον, υποκορ. του αρχ. σιαγών, -όνος, με αποβολή του -ι- (πρβλ. σάλιο: σίαλον, ψαθί: ψιάθιον)].