σακάτεμα

Greek Monolingual

το, Ν σακατεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία
2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμα
β) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο.