σακατεύω

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

Ν σακάτης
1. καθιστώ κάποιον σακάτη, ανάπηρο, του προκαλώ σοβαρή ή και ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη
2. συνεκδ. α) χτυπώ, τραυματίζω κάποιον σοβαρά
β) μτφ. καταπονώ, ταλαιπωρώ, εξαντλώ («με σακάτεψε στο κουβάλημα»)
3. φρ. α) «τον σακάτεψε στο ξύλο» — τον έδειρε αλύπητα, ανελέητα
β) «σακατεύομαι στη δουλειά» — εργάζομαι εντατικά, ώσπου να εξαντληθώ.