σακκοϋφάντης

English (LSJ)

σακκοϋφάντου, ὁ, saccarius, Glossaria; cf. σακχυφάντης.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
τεχνίτης που υφαίνει σάκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριοϋφάντης].