σαμβαλούχη

English (LSJ)

ἡ, shoe-case, Herod.7.19; also σαμβαλουχίς, ίδος, ἡ, ib.53.

Greek Monolingual

ἡ, Α
θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ούχη (< -οῦχος < ἔχω)].