σανδαλοθήκη
English (LSJ)
ἡ, sandal-case, Men.333.
German (Pape)
[Seite 860] ἡ, Behältniß für die σάνδαλα, Menand. bei Poll. 7, 87. 10, 50.
Russian (Dvoretsky)
σανδᾰλοθήκη: ἡ хранилище обуви Men.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰλοθήκη: ἡ, θήκη σανδαλίων, Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 3.
Greek Monolingual
ἡ, Α
θήκη για την τοποθέτηση ή για τη φύλαξη σανδαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + θήκη.