σανδαραχίζω

English (LSJ)

v.l. σανδᾰρακίζω, to be bright red, Dsc.5.104.

German (Pape)

sandarachrot sein, hellrot sein.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνδᾰρακίζω: ἢ σᾰνδᾰραχίζω, ἔχω χρῶμα λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.

Greek Monolingual

σανδαρακίζω και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α σανδαράκη
έχω λαμπερό ερυθρό χρώμα.