Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σαπιολέμονο
Greek Monolingual
το, Ν 1. σάπιο λεμόνι 2. (κατ' επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί 3.φρ. «τον πήραν με τα σαπιολέμονα» — του πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τον αποδοκίμασαν έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ.<σάπιος+λεμόνι].