σαρδῖνος
English (LSJ)
ὁ, = σαρδίνη.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sardine, sardinelle, poissons.
Étymologie: σάρδα.
Greek Monolingual
ὁ, Α
η σαρδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σάρδα με επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρῖνος, κορακῖνος, σαργῖνος), βλ. και λ. σάρδα.
Russian (Dvoretsky)
σαρδῖνος: ὁ предполож. сардина Arst.