-ίδος, ἡ, meat, Stud.Pal.20.250.5 (vi/vii A.D.).
-ίδος, ἡ, Ασάρκα, κρέας ή, κατ' άλλους, φαγητό με κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κνημίς, φυλακίς)].