σαρκαστικός
German (Pape)
[Seite 863] zum zornigen Hohnlachen gehörig, höhnend, bitter spottend, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαρκασμό ή στον σαρκαστή
2. αυτός που λέγεται ή γίνεται με σαρκασμό, ειρωνικός, χλευαστικός («σαρκαστικό γέλιο»). Επιρρ. σαρκαστικώς και σαρκαστικά Ν
με σαρκασμό, με ειρωνεία, με σκωπτική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκαστής. Το επίθ. σαρκαστικός μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη, ενώ το επίρρ. σαρκαστικώς από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].